συνυποκρίνομαι

συνυποκρίνομαι
4942 συνυποκρίνομαι
{с.гл., 1}
лицемерить вместе, одновременно с (Гал. 2:13).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συνυποκρίνομαι" в других словарях:

  • συνυποκρίνομαι — Α (αποθ.) υποκρίνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • συνυποκρίνῃ — συνυποκρί̱νῃ , συνυποκρίνομαι accommodate oneself by pretending aor subj mid 2nd sg συνυποκρί̱νῃ , συνυποκρίνομαι accommodate oneself by pretending aor subj act 3rd sg συνυποκρί̱νῃ , συνυποκρίνομαι accommodate oneself by pretending pres subj mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυποκρίνεται — συνυποκρί̱νεται , συνυποκρίνομαι accommodate oneself by pretending aor subj mid 3rd sg (epic) συνυποκρί̱νεται , συνυποκρίνομαι accommodate oneself by pretending pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυπεκρίθη — συνυπεκρί̆θη , συνυποκρίνομαι accommodate oneself by pretending aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυπεκρίθησαν — συνυπεκρί̆θησαν , συνυποκρίνομαι accommodate oneself by pretending aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυπεκρίνετο — συνυπεκρί̱νετο , συνυποκρίνομαι accommodate oneself by pretending imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυπεκρίνοντο — συνυπεκρί̱νοντο , συνυποκρίνομαι accommodate oneself by pretending imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυποκριθείς — συνυποκρῐθείς , συνυποκρίνομαι accommodate oneself by pretending aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυποκριθῆναι — συνυποκρῐθῆναι , συνυποκρίνομαι accommodate oneself by pretending aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυποκρινομένους — συνυποκρῑνομένους , συνυποκρίνομαι accommodate oneself by pretending pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυποκρινόμενοι — συνυποκρῑνόμενοι , συνυποκρίνομαι accommodate oneself by pretending pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»